χαρακωτός

χαρακωτός
-ή, -ό, Ν [χαρακώνω]
αυτός που έχει γραμμές που έχουν γίνει με χάρακα, χαρακωμένος («χαρακωτό χαρτί»).
επίρρ...
χαρακωτά Ν
με χάραξη γραμμών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαρακωτός — ή, ό αυτός που έχει χαράγματα, αυτός που έχει γραμμές που χαράχτηκαν με χάρακα: Πήρε χαρακωτό τετράδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”